- θαλαμοποιός
- θαλαμοποιός, -όν (Α)1. αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Θαλαμοποιοίτίτλος δράματος τού Αισχύλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχο-ποιός, θαυματο-ποιός).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλαμοποιοῖς — θαλαμοποιός preparing the bed chamber masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλαμοποιοί — θαλαμοποιός preparing the bed chamber masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek